ἐπιτέχνησις

ἐπιτέχνησις
ἐπιτέχν-ησις, εως, ,
A contrivance for a purpose, invention, Th.1.71, Arist.Mu.398b10, Ph.1.296 ;

τολμήματα καὶ -ήσεις παρασχέσθαι εἴς τινα Paus.1.6.6

; artifice, in speaking, D.H.Is.3 ; artificial preparation,

ψυχρῶν ὑδάτων Ath.3.124e

, cf. Antyll. ap. Orib.10.2.2 ;

αἱ δι' -ήσεως κομμώσεις Ath.13.568a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιτέχνησις — ἐπιτέχνησις, ἡ (Α) [επιτεχνώμαι] 1. επινόηση, τέχνασμα εναντίον κάποιου («πρὸς πολλὰ δὲ ἀναγκαζομένους ἰέναι πολλῆς καὶ τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῑ», Θουκ.) 2. διαμόρφωση ή διατήρηση με τέχνη, με ειδική επεξεργασία («περὶ ἐπιτεχνήσεως τοῡ ψυχροῡ ὕδατος» …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτέχνησις — contrivance for fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσει — ἐπιτέχνησις contrivance for fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτεχνήσεϊ , ἐπιτέχνησις contrivance for fem dat sg (epic) ἐπιτέχνησις contrivance for fem dat sg (attic ionic) ἐπιτεχνάομαι contrive for fut ind mp 2nd sg (attic ionic) ἐπιτεχνάομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσεις — ἐπιτέχνησις contrivance for fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιτέχνησις contrivance for fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσεσι — ἐπιτέχνησις contrivance for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσεσιν — ἐπιτέχνησις contrivance for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσιες — ἐπιτέχνησις contrivance for fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτέχνησιν — ἐπιτέχνησις contrivance for fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτεχνίτευσις — ἐπιτεχνίτευσις, ἡ (Μ) η επιτέχνησις* …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτεχνήσεων — ἐπιτεχνήσεω̆ν , ἐπιτέχνησις contrivance for fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτεχνήσεως — ἐπιτεχνήσεω̆ς , ἐπιτέχνησις contrivance for fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”